Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

Верховный - ανώτατο -

  • 1 верховный

    верхо́вн||ый
    прил ἀνώτατος, ὑπατος:
    Верховный Совет СССР τό Άνώτατο[ν] Σοβιέτ τής ΕΣΣΔ· Верховный Суд τό Άνώτατο[ν] δικαστή ριο[ν]· Верховный Главнокомандующий ὁ 'Αρχιστράτηγος· \верховныйое командование ἡ 'Ανωτάτη διοίκηση[-ις].

    Русско-новогреческий словарь > верховный

  • 2 верховный

    επ.
    ανώτατος•

    -ая власть η ανώτατη εξουσία•

    верховный суд το ανώτατο δικαστήριο•

    верховный совет το Ανώτατο Συμβούλιο.

    Большой русско-греческий словарь > верховный

  • 3 суд

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > суд

  • 4 совет

    I совет Ι м (наставление) η συμβουλή; дать \совет συμβουλεύω; следовать \советам ακολουθώ τις συμβουλές; просить \совета ζητώ συμβουλή II совет II м 1) (орган государственной власти в СССР) το σοβιέτ· Верховный Совет СССР το Ανώτατο Σοβιέτ της Ε.Σ.Σ.Δ.· Совет Союза το Σοβιέτ της Ένωσης; Совет Национальностей το Σοβιέτ των Εθνοτήτων; Советы народных депутатов τα Σοβιέτ των λαϊκών αντιπροσώπων 2) (совещательный орган) το συμβούλιο; совет министров το υπουργικό συμβούλιο; Совет Безопасности ООН το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.· Всемирный Совет Мира το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης
    * * *
    I м
    ( наставление) η συμβουλή

    дать сове́т — συμβουλεύω

    сле́довать сове́там — ακολουθώ τις συμβουλές

    проси́ть сове́та — ζητώ συμβουλή

    II м

    Сове́ты наро́дных депута́тов — τα Σοβιέτ των λαϊκών αντιπροσώπων

    2) ( совещательный орган) το συμβούλιο

    Сове́т мини́стров — το υπουργικό συμβούλιο

    Сове́т Безопа́сности ООН — το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.

    Всеми́рный Сове́т Ми́ра — το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης

    Русско-греческий словарь > совет

  • 5 совет

    совет
    м
    1. (наставление) ἡ συμβουλή:
    \совет врачей ἡ ἱατρική συμβουλή· дру́жеский \совет ἡ φιλική συμβουλή, ἡ φιλική παραίνεση· следовать чьим-л. \советам ἀκολουθώ τίς συμβουλές κάποιου·
    2. (совещание) συμβούλιο[ν]:
    военный \совет τό πολεμικό συμβούλιο· семейный \совет τό οίκογενειακό[ν] συμβούλιο[ν]·
    3. (административный или общественный орган) τό συμβούλιο[ν]:
    Совет Министров τό ϋπουργικό[ν] συμβούλιο[ν]· Всемирный \совет Мира τό Παγκόσμιο[ν] Συμβούλιο[ν] είρήνης· Совет Безопасности СОН τό Συμβούλων 'Ασφαλείας τοῦ ΟΗΕ·
    4. (орган государственного управления в СССР) τό Σοβιέτ, τό Συμβούλιο[ν]:
    Верховный Совет СССР τό Άνώτατο[ν] Σοβιέτ τής ΕΣΣΔ (τής Ένωσης τῶν Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών)· Совет Союза τό Σοβιέτ τής Ένωσης· Совет Национальностей τό Σοβιέτ τών Εθνοτήτων Совет народных депутатов τό Σοβιέτ των \си́кС5р βουλευτών' областной \совет τό Σοβιέτ τής περιοχής· местные \советы τά τοπικά Σοβιέτ· городской \совет τό Σοβιέτ τής πόλεως· сельский \совет τό Σοβιέτ τοῦ χωριοῦ· Съезд Советов τό συνέδριο των Σοβιέτ· ◊ \совет да4 любовь μονοιασμένοι κι ἀγαπημένοι.

    Русско-новогреческий словарь > совет

  • 6 суд

    суд
    м
    1. в разн. знач. τό δικαστήριο[ν]:
    Верховный Суд СССР τό 'Ανώτατο δικαστήριο τής ΕΣΣΔ· народный \суд τό λαϊκό δικαστήριο· военный \суд τό στρατοδικείο· военно-полево́й \суд τό στρατοδικείο ἐκστρατείας· заседание \суде́ ἡ συνεδρίαση τοῦ δικαστηρίου· отдавать под \суд, предавать \суду́ παραπέμπω στό δικαστήριο· подавать в \суд на кого-л. κάνω μήνυση κάποιον быть под \судо́м εἶμαι ὑπόδικος· третейский \суд ἡ διαιτησία·
    2. (суждение, мнение) ἡ κρίση:
    \суд истории ἡ κρίση τής ιστορίας· ◊ товарищеский \суд τό συντροφικό δικαστήριο· \суд чести τό δικαστήριο τιμής.

    Русско-новогреческий словарь > суд

  • 7 совет

    α.
    1. συμβουλή, ορμήνεια•

    совет врача συμβουλή του γιατρού•

    дать совет δίνω συμβουλή (συμβουλεύω)•

    последовать -у ακολουθώ τη συμβουλή•

    дружеский совет φιλική συμβουλή.

    2. συμβούλιο•

    семейный совет οικογενειακό συμβούλιο•

    военный совет πολεμικό συμβούλιο.

    3. συμ-μβούλιο (όργανο διοικητικό κλπ.)• совет безопасности оон Συμβούλιο Ασφαλείας του•

    оне административный совет διοικητικό συμβούλιο-- министров υπουργικό συμβούλιο.

    || πλθ. -ы οδηγίες.
    4. (παλ. κ. απλ.) ομόνοια•

    жить в -е ζω μονιασμένα.

    5. Συμβούλιο, Σοβιέτ•

    совет верховный совет Ανώτατο Σοβιέτ.

    εκφρ.
    совет да любовь – (ευχή στους νεόνυμφους) ζωή ευτυχισμένη και αγαπημένη.

    Большой русско-греческий словарь > совет

  • 8 суд

    α.
    1. κρίση, γνώμη• εκτίμηση•

    суд общества η γνώμη της κοινωνίας•

    суд истории η κρίση της ιστορίας•

    на суд твой себя отдаю επαφίεμαι στην κρίση σου.

    2. δ ι καστήρ ιο•

    гражданский суд πολιτικό δικαστήριο•

    военный -το στρατοδικείο•

    уголовный суд ή суд с присяжными заседателями το κακουργοδικείο•

    верховный суд το ανώτατο δικαστήριο•

    предстать перед -ом οδηγούμαι μπροστά στο δικαστήριο•

    он оправдан по суду αυτός αθωώθηκε απο. το δικαστήριο•

    вызвать в-у εγκαλώ στο δικαστήριο•

    подавать в -у παραδίδω στο δικαστήριο• διώκω δικαστικώς•

    попасть под суд πέφτω στο δικαστήριο),διώκομαι δικαστικώς•

    товарищеский суд συντροφικό δικαστήριο•

    суд чести δικαστήριο τιμής.

    || αθρσ. οι δικαστές. || το δικαστικό ίδρυμα.
    εκφρ.
    божий суд – η θεία δίκη•
    суд линца – λίντσιος νόμος•
    -ы и пересуды; -ы да пересуды – διαβούλια•
    в день -а – τη μέρα της (θεϊκής) κρίσης παλ. • пока суд да дело παρ έλκυση της υπόθεσης (ώσπου να βγει η απόφαση, θα περάσει πολύς καιρός).

    Большой русско-греческий словарь > суд

См. также в других словарях:

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»